μικροπρεπῶς

μικροπρεπῶς
μῑκροπρεπῶς , μικροπρεπής
petty
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικροπρεπής — ές (ΑΜ μικροπρεπής, Α και μτγν. τ. σμικροπρεπής, ές) αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, χαμερπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, πρόστυχος αρχ. 1. ανελεύθερος, δουλοπρεπής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροπρεπές α) το… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφρων — μικρόφρων, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ταπεινό φρόνημα, ο μετριόφρων 2. μικροπρεπής, χαμερπής. επίρρ... μικροφρόνως (Α) με μικρόφρονα τρόπο, μικροπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”